- ωτολιθοφόρος
- -α, -ο, θηλ. και -ος, Νφρ. «ωτολιθοφόρος υμένας»ανατ. υμένας που καλύπτει την ελεύθερη επιφάνεια τών ακουστικών κηλίδων τού υμενώδους λαβυρίνθου τού αφτιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ωτόλιθος + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.